ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ έκλεισε τα μάτια και ταξίδεψε για την γειτονία των αγγέλων ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ. Το ημερολόγιο έγραφε 27 Μαΐου 1963.
- Επικαιρότητα
- Εμφανίσεις: 3746
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης (Κερασίτσα Αρκαδίας, 3 Απριλίου 1912 – Θεσσαλονίκη, 27 Μαΐου 1963) ήταν ιατρός, αθλητής και πολιτικός που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς. Η δολοφονία του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της κυβέρνησης Καραμανλή και των Σωμάτων Ασφαλείας, που αποδείχθηκε ότι όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και εξέθρεψαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό.
Η υπόθεση Λαμπράκη αναζωογόνησε τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και έπαιξε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον ίδιο χρόνο.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας και ήταν το 14ο παιδί από τα συνολικά 18 που απέκτησαν οι γονείς του. Αδερφός του ήταν ο Θεόδωρος Λαμπράκης, ιατρός και βουλευτής με την Εθνική Πολιτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια (ως το 1959) το πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος με επίδοση 7,37 μ. Στην διάρκεια της κατοχής διοργάνωνε με άλλους συναθλητές του αγώνες, διαθέτοντας τα έσοδα σε λαϊκά συσσίτια. Το 1950 κατέλαβε τη θέση του υφηγητή Μαιευτικής – Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Aπέκτησε τρεις γιους, τον Γιώργο, τον Θοδωρή και τον Γρηγόρη.
Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Λαμπράκης εξελέγη βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963 αψηφώντας σχετική απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες.
Αμέσως μετά μετέβη στο Λονδίνο για να συμπαρασταθεί στους Έλληνες, Κύπριους και Άγγλους διαδηλωτές που ζητούσαν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βρετανίδα σύζυγός του Αντώνη Αμπατιέλου, Μπέτυ Μπάρτλετ Αμπατιέλου. Στόχος των διαδηλωτών ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία βρισκόταν στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να παραστεί σε βασιλικούς γάμους. Η σύζυγος του Αμπατιέλου ζήτησε ακρόαση από την Φρειδερίκη, η οποία την αρνήθηκε, παρά τις πιέσεις του Λαμπράκη. Σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 22 Μαΐου, καθώς εξερχόταν από συγκέντρωση για την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό στη Θεσσαλονίκη, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς. Τραυματίστηκε βαριά και υπέκυψε στα τραύματά του λίγες μέρες μετά.
Η δολοφονία
Η διαδρομή που ακολούθησε το τρίκυκλο στις οδούς Ελ. Βενιζέλου και Τσιμισκή αμέσως μετά το δολοφονικό χτύπημα, μέχρι το σημείο της σύλληψης των δραστών, λίγο πριν τη διασταύρωση των οδών Τσιμισκή με Αγίας Σοφίας. Και οι δύο αυτοί δρόμοι είναι σήμερα μονόδρομοι, με φορά αντίθετη προς την πορεία του τρίκυκλου.
Λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 22ας Μαΐου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε αφιχθεί τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, για να μεταβεί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Επιτροπή δια την διαθνή ύφεσιν και ειρήνην», στην οποία ήταν ομιλητής. Η κατάσταση ήταν τεταμένη. Από τις 6 το απόγευμα πολλές δεκάδες άτομα ακραίων δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων είχαν αρχίσει να συγκροτούν αντισυγκέντρωση στα πεζοδρόμια των οδών Σπανδωτή, Ερμού και Βενιζέλου, κοντά στο κτίριο όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση. Είχαν προηγηθεί διαβήματα στελεχών της ΕΔΑ τόσο προληπτικά στον εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Αργυρόπουλο, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την αστυνομία, όσο και στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα, μετά τη συνάθροιση των «αντιφρονούντων». Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες εν στολή, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής.
Κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Έτσι ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ’ όπου και εκφώνησε μετά από λίγο το λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών», ενώ έπεφταν βροχή οι πέτρες εναντίον του.
Μέσα σ’ αυτή την έκρυθμη κατάσταση, αφού ολοκλήρωσε όπως-όπως την ομιλία του για την ειρήνη, ο βουλευτής της ΕΔΑ φώναξε από το μικρόφωνο:
Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου.
Στο μεταξύ, ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς, που ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε κι αυτός για τη συγκέντρωση, αλλά μόλις πλησίασε δέχθηκε άγρια επίθεση από τους «αντιφρονούντες”, τραυματίστηκε κι ενώ τον μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, δέχθηκε ξανά επίθεση των παρακρατικών στοιχείων που τον κατέβασαν κάτω κι άρχισαν να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν μανιωδώς. Πολίτες τον μετέφεραν αιμόφυρτο, στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών.
Ο Λαμπράκης, που δεν είχε μάθει τίποτα για την περιπέτεια του Τσαρουχά, ετοιμαζόταν να φύγει. Παρουσιάστηκε ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους. Βγαίνοντας ο Λαμπράκης συνάντησε τον συνταγματάρχη Καμουτσή, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ασυδοσία των παρακρατικών. Βλέποντας να εκκαθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτίριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε ο θόρυβος από μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που όρμησε με ξέφρενη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος. Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, μεταφορέας, γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Ένας από τους εθελεντές συνοδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου και άρχισε να συμπλέκεται με το άτομο που κρατούσε τον λοστό. Αργότερα έγινε γνωστό ότι επρόκειτο για τον Μανώλη Εμμανουηλίδη, καταδικασμένο για βιασμό, παιδεραστία, κλοπή κ.α. Ακολούθησε άγρια πάλη. Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο Γκοτζαμάνης κατέβηκε και μια αστυνομική ράβδος (γκλομπ) χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών.
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από το δολοφονικό χτύπημα κι ενώ ο Γρηγόρης Λαμπράκης έπνεε τα λοίσθια
Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν θανάσιμα τραυματισμένος. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη νύχτα της Αθήνας. Η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροσκάφος για να μεταφέρει στη συμπρωτεύουσα τον ειδικό νευροχειρουργό Δώρο Οικονόμου, για να χειρουργήσει τον βουλευτή της ΕΔΑ που χαροπάλευε. Η γνωμάτευσή του όμως ήταν παρόμοια με εκείνη του καθηγητή Νικόλαου Καβαζαράκη, του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας. Τέσσερις μέρες μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, στη 1:22 μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Μαΐου, ο Λαμπράκης άφησε την τελευταία του πνοή.
Σύμφωνα με τη μετέπειτα καταγγελία του Θ. Γρέβια, φοιτητή τότε και υποστηρικτή του Γ. Λαμπράκη, αφότου ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ, αφέθηκε να πεθάνει. Μιλώντας στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ο Γρέβιας δηλώνει χαρακτηριστικά: «Τον άφησαν βαριά τραυματισμένο, χωρίς ορό στο νεκροθάλαμο του νοσοκομείου. Το σχέδιό τους πέτυχε».
Ο Θ. Γρέβιας περιέγραψε τις στιγμές που ακολούθησαν όταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρθηκε σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο.
Τα μεσάνυχτα βρισκόμασταν έξω από την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, όταν εξήλθε ένας γιατρός. Απευθύνθηκε σε μας, ρωτώντας αν ήμασταν εκεί για τον Λαμπράκη. Του απαντήσαμε ‘ναι’. Είπε ότι χρειαζόταν ένας από μας, γιατί δεν επαρκούσε το νοσηλευτικό προσωπικό. Πήγα εγώ. Κατέβηκα με το γιατρό στο πρώτο υπόγειο. Από ένα μακρόστενο διάδρομο μπήκαμε σε ένα κλειστό θάλαμο. Στην είσοδο βλέπω τη γραμματέα της οργάνωσής μας Καίτη Τσαρουχά, να κρατάει στα χέρια της τον βαρύτατα τραυματισμένο πατέρα της, Γιώργη Τσαρουχά (χτυπήθηκε το ίδιο βράδυ), βουλευτή Καβάλας της ΕΔΑ. Στο βάθος δεξιά ξαπλωμένο ανάσκελα, το σώμα του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ο Θ. Γρέβιας σημειώνει ότι ο Λαμπράκης ήταν ζωντανός, αλλά σε κωματώδη κατάσταση. «Ο γιατρός μου ζήτησε να καθίσω σε μια καρέκλα, πίσω από το κεφάλι του, να τοποθετήσω τα χέρια μου στην κάτω σιαγόνα και να κρατώ συνεχώς το κεφάλι του προς τα πίσω και έφυγε. Του είχαν κάνει τραχειοστομία. Δεν ήταν διασωληνωμένος, δεν είχε ορό. Κατά διαστήματα το στήθος του τρανταζόταν από ακανόνιστες εισπνοές και εκπνοές», συνεχίζει ο Θ. Γρέβιας. Ερωτηθείς για τον θάλαμο και το αν υπήρχε άλλος ασθενής εκεί, ο Γρέβιας απάντησε:
«Ο χώρος όπου βρισκόμασταν δεν ήταν θάλαμος νοσηλείας. Ούτε τα κρεβάτια ήταν κρεβάτια νοσηλείας. Το κρεβάτι στο οποίο ήταν ο Λαμπράκης, αποτελούνταν από τρεις ξύλινες σανίδες πάνω σε δύο μεταλλικά ‘Π’, πιθανότατα νεκροκρέβατο. Μάλλον ήταν ο νεκροθάλαμος του νοσοκομείου».
Η κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη
Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας.
Η σορός του Λαμπράκη μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο ναό του Αγίου Ελευθερίου και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η νεκρώσιμη ακολουθία έλαβε χώρα στη Μητρόπολη, στις 4 το απόγευμα της 28ης Μαΐου. Την κηδεία παρακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και δεκάδες χιλιάδες λαού.
Ήδη, στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Αργότερα ο Παπαντωνίου αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα (παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα -το 1967- πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια) κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα.
Τον Ιούλιο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης απήγγειλε κατηγορίες για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γρ. Λαμπράκη εναντίον του υπομοίραρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, διοικητή του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας, και του Ξενοφώντα Γιοσμά (που, λόγω της δράσης του στην Κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δοσίλογος και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλούνταν συχνά κοροϊδευτικά Φον Γιοσμάς). Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.
Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών». Όπως ισχυρίστηκε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, ο Κατσούλης της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ειδοποίησε όλα τα παραρτήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της συγκέντρωσης και να πάρουν μαζί τους «εθνικόφρονες πολίτες» για ν’ αποδοκιμάσουν τους οπαδούς της ειρήνης. Επειδή όμως στο μεταξύ άλλαξε ο τόπος της συγκέντρωσης όπου θα μιλούσε ο βουλευτής, οι περί ων ο λόγος πολίτες εκλήθησαν να μαζευτούν στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί τους έβγαλε λόγο ο υπομοίραρχος Κατσούλης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τους τόνισε ότι «στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Στο υπόμνημά του ο υπομοίραρχος Καπελώνης ισχυρίστηκε ότι προ των επεισοδίων και της συγκέντρωσης, ο Κατσούλης πέρασε από τα γραφεία της Γενικής Ασφαλείας και δήλωσε κομπορρημονών στους αξιωματικούς: «Σήμερα θα δείτε τι θα γίνει…».
Τελικά, για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.
Σημαντικό ρόλο στις αποκαλύψεις έπαιξε και η μαχητική έρευνα και αρθρογραφία τριών δημοσιογράφων που είχαν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το θέμα: Του Γιώργου Ρωμαίου του Βήματος (μετέπειτα υπουργού του ΠΑΣΟΚ), Γιάννη Βούλτεψη της Αυγής και Γιώργου Μπέρτσου (της τότε μεγάλης σε κυκλοφορία Ελευθερίας των Αθηνών).
Πολιτικές επιπτώσεις
Όταν το πρωί της 23ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στο πολιτικό γραφείο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση, αναφώνησε οργισμένος: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της ΕΡΕ.
Ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ιωάννης Πασαλίδης, έπειτα από έκτακτη συνεδρίαση της εκτελεστικής επιτροπής του κόμματός του, κατήγγειλε ως υπεύθυνη της δολοφονίας την κυβέρνηση Καραμανλή και κάλεσε τον λαό σε «ξεσηκωμό», ώστε «η επίθεσις να γίνη η αρχή του τέλους της κυβερνήσεως του αίματος».
Ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ακόμη δριμύτερος στη δήλωσή του: «Η Ένωσις Κέντρου καταγγέλλει και ενώπιον του έθνους και ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης τον αρχηγόν της ΕΡΕ κ. Καραμανλή, ως ηθικόν αυτουργόν της πολιτικής δολοφονίας του βουλευτού Γρ. Λαμπράκη».
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής απάντησε με λακωνικό τρόπο: «Το πάθος, από το οποίον κατέχεται ο κ. Παπανδρέου, τον οδηγεί όχι μόνον εις πολιτικάς αλλά και εις ηθικάς απρεπείας. Δια την σημερινήν του δήλωσιν θα εντρέπεται εις όλην του την ζωήν».
Η Ένωση Κέντρου ήταν πολύ βιαιότερη στην ανταπάντησή της, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Αι δημοκρατικαί κυβερνήσεις προλαμβάνουν τα εγκλήματα, όπως ήτο απολύτως δυνατόν να είχε συμβεί και εις την Θεσσαλονίκην. Αι τυραννικαί κυβερνήσεις οργανώνουν με τας συμμορίας των τα εγκλήματα και προσποιούνται εκ των υστέρων ότι τα διώκουν. Και βεβαίως δεν έχουν καμμίαν δυσκολίαν να θυσιάσουν και ολίγους τρομοκράτας των, εφ’ όσον έχουν επιτευχθεί οι σκοποί των. Και αυτή είναι η σημερινή περίπτωσις. Η ΕΡΕ πρέπει να πληροφορηθή ότι εις μάτην προσπαθεί να δημαγωγήση. Πατριώται δεν είναι εκείνοι οι οποίοι με τας συμμορίας των οργανώνουν τας δολοφονίας».
Μάλιστα η ανακοίνωση της Ένωσης Κέντρου δεν δίστασε να επιτεθεί ευθέως κατά του πρωθυπουργού:
«Ο κ. Καραμανλής κατέχεται από το ευτελές και ιδιοτελές πάθος της φιλαρχίας, εις τον βωμόν της οποίας παραβιάζει την δημοκρατίαν. Και προβαίνει εις την οργάνωσιν τρομοκρατικών ομάδων, δια τα εγκλήματα των οποίων βεβαίως καθίσταται ηθικός αυτουργός».
Τη γραμμή αυτή υιοθέτησε και η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, η οποία, αφού συνεδρίασε εκτάκτως την επομένη της δολοφονικής επίθεσης, έβγαλε ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων τονίζεται:
«Η κοινοβουλευτική ομάς της ΕΚ δοκιμάζει βαθυτάτην θλίψιν και αγανάκτησιν δια την δολοφονίαν του βουλευτού Λαμπράκη και καταγγέλλει και ενώπιον του έθνους και ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης τον αρχηγόν της ΕΡΕ κ. Καραμανλή και την παράνομον κυβέρνησίν του ως ηθικούς αυτουργούς της ανάνδρου δολοφονίας… Η δολοφονία του βουλευτού Λαμπράκη αποτελεί δυστυχώς την αιματηράν δικαίωσιν των καταγγελιών της ΕΚ και αποτελεί επίσης την απόδειξιν ότι η παράνομος κυβέρνησις της ΕΡΕ, κατεχομένη από το πλέγμα της ενοχής, έχει αποφασίσει να οδηγήση την χώραν εις εμφύλιον πόλεμον… Εν ονόματι του ψυχικού μεγαλείου του έθνους, το οποίον αποστρέφεται την ανανδρίαν της δολοφονίας και αρνείται να εξανδραποδισθή, επιβάλλεται η αποπομπή της κυβερνήσεως του αίματος προς αποκατάστασιν της ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όσοι ήλπισαν ότι η ανανδρία των τρομοκρατών θα καταβάλη την ορμήν της ελευθερίας, θα μετανοήσουν. Η δημοκρατία θα νικήση».
Η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να αποφύγει τη φραστική κλιμάκωση της αντιπαράθεσης γι’ αυτό και με μακροσκελή ανακοίνωσή της επιχείρησε αντεπίθεση:
«Από της επομένης των εκλογών, η Ένωσις Κέντρου αγωνίζεται να δημιουργήσει κλίμα ανωμαλίας και αβεβαιότητος εις τον τόπον. Πιστεύει ότι συγκαλύπτει ούτω την αποτυχίαν της. Και προς τούτο, από της πρώτης στιγμής, συνεπικουρουμένη από την άκραν αριστεράν, χρησιμοποιεί το ψεύδος και την συκοφαντίαν δια να παροτρύνη τον λαόν εις αναρχικάς εκδηλώσεις… Και εις άλλας εποχάς πολιτικής οξύτητος περιστατικά ανάλογα έλαβον χώραν και μάλιστα σοβαρότερα εις έκτασιν και εις την χώραν μας και εις όλας τα χώρας του κόσμου. Δεν ευρίσκονται όμως πάντοτε οι αδίστακτοι δημοκόποι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα περιστατικά αυτά ως αφορμήν καπηλείας δια να υποδαυλίσουν τον φανατισμόν και να παρωθήσουν τας μάζας εις εγκληματικάς εκδηλώσεις… Η ηγεσία της ΕΚ τελεί υπό την ψευδαίσθησιν ότι ο έξαλλος φανατισμός και η μέχρι γελοιότητος υπερβολή θα την οδηγήσουν εις την εξουσίαν. Και εμφανίζεται πιστεύουσα ότι το πεζοδρόμιον, όπως κάποτε κατά το παρελθόν, θα δυνηθή να διαδραματίση και τώρα τον αυτόν ρόλον…».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε δυσκολία να παρακολουθήσει την κυβέρνηση σε αυτό το επίπεδο αντιπαράθεσης:
«Εν εκ των δύο πρέπει να συμβαίνη: Ή η κυβέρνησις της ΕΡΕ και ο αρχηγός της είναι ασυνείδητοι εγκληματίαι ή έχουν χάσει τον έλεγχον της καταστάσεως και άλλοι οργανώνουν δολοφονίας προς επιδίωξιν ανοσίων σκοπών. Και εις τας δύο περιστάσεις η παράνομος και εγκληματική κυβέρνησις πρέπει να εξαφανισθή από προσώπου της γης».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου «τυφλωθείς από το πάθος δεν αντιλαμβάνεται ότι εις την τακτικήν αυτήν τον χειροκροτεί μόνον ο κομμουνισμός» αναπάντησε εκ νέου η κυβέρνηση με άλλη ανακοίνωσή της. Τη γραμμή προβολής του κομμουνιστικού κινδύνου ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και όταν δεκατρείς βουλευτές του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας τού απηύθυναν επιστολή στις 28 Μαΐου, όπου αφού χαρακτηρίζουν «πολιτικό έγκλημα» τη δολοφονία Λαμπράκη, αναφέρουν μεταξύ άλλων:
«Πιστεύομεν ότι, εάν ουδέν γίνη όπως προληφθούν περαιτέρω επιθέσεις κατά της ελευθερίας του λόγου και των συγκεντρώσεων της κοινοβουλευτικής αντιπολιτεύσεως εις την Ελλάδα, υπάρχει αληθής κίνδυνος ότι η μεγάλη σας χώρα, προς την οποίαν προσβλέπομεν ως την κοιτίδα της δημοκρατίας, είναι δυνατόν να απολέση όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου και να υποκύψη εις τον φασισμόν».
Έξω φρενών ο Κ. Καραμανλής επέστρεψε ως απαράδεκτη την επιστολή, γράφοντας μεταξύ άλλων στην εκτεταμένη απάντησή του:
«Είμαι βέβαιος ότι υμείς και ολόκληρον το Εργατικόν Κόμμα γνωρίζετε άριστα ότι παρήλθεν η εποχή, καθ’ ην η Ελλάς είχε προστάτιδας δυνάμεις. Αγωνισθείσα σκληρώς δια την ανεξαρτησίαν της εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, είναι αποφασισμένη να την προστατεύση και εναντίον των κομμουνιστών και εναντίον των συνοδοιπόρων των, οι οποίοι υβρίζουν την Ελλάδα, επιβαίνονταις αυτόκλητοι εις τα εωτερικά της… Ο διεθνής κομμουνισμός εκινητοποιήθει τελευταίως και πάλιν εναντίον της Ελλάδος. Με βαθείαν λύπην είμαι αναγκασμένος να διαπιστώσω ότι το επίκεντρον της επιθέσεως ταύτης εις το εξωτερικόν ευρίσκεται, την στιγμήν τουλάχιστον ταύτην, εν Λονδίνω και ειδικώτερον εις ορισμένους κύκλους του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας… Πρέπει να αντιληφθήτε εγκαίρως ότι οι κομμουνισταί επιχειρούν και πάλιν να δημιουργήσουν πράγματα εις τας αγαθάς σχέσεις των δύο χωρών μας, σχέσεις τας οποίας θέλομεν στενάς και φιλικάς, διότι αποτελούν έναν κρίκον ενισχύοντα την ενότητα και την δύναμιν του Δυτικού κόσμου. Εν εσχάτη αναλύσει εναντίον αυτής της ενότητος και εναντίον αυτής της δυνάμεως στρέφεται η κομμουνιστική επίθεσις, η οποία αυτήν την στιγμήν εκδηλούται εν Λονδίνω και η οποία ελπίζω ότι μόνον προς στιγμήν επηρέασεν τας σκέψεις σας… Θα παρεκάλουν, ως εκ τούτου, να μην προσβάλλετε τον ελληνικόν λαόν επεμβαίνοντες εις τας εσωτερικάς υποθέσεις και μάλιστα κατά τρόπον ενισχύοντα τας εις βάρος του επιδιώξεις του διεθνούς κομμουνισμού».
Η κατακραυγή για τη δολοφονία Λαμπράκη και τις αποκαλύψεις για την άμεση εμπλοκή της αστυνομίας, ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε σε παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα (11 Ιουνίου 1963). Σχηματίστηκε άμεσα νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Το Σεπτέμβριο ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης σε συμφωνία με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής. Το Νοέμβριο διεξήχθησαν εθνικές εκλογές τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας πρώτος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης ενώ, μετά την εκλογική του ήττα, ο Κ. Καραμανλής βρέθηκε αυτοεξόριστος στο Παρίσι αφού προηγουμένως οι σχέσεις του με το παλάτι είχαν διαρραγεί οριστικά.
Η δίκη
Στις 3 Οκτωβρίου του 1966 άρχισε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης η δίκη των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και τον βαρύ τραυματισμό του Γιώργου Τσαρουχά. Πρόεδρος του δικαστηρίου εκδίκασης της πολύκροτης υπόθεσης ήταν ο εφέτης Ιωάννης Γραφανάκης και εισαγγελέας ο αντεισαγγελέας Εφετών Παύλος Δελαπόρτας. Οκτώ μήνες νωρίτερα είχε εκδοθεί το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο παραπέμφθηκαν ως φυσικοί αυτουργοί σε «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» οι Σπύρος Γκοτζαμάνης και Μανώλης Εμμανουηλίδης, ως ηθικοί αυτουργοί ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης και ο Ξενοφών Γιοσμάς, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες σε βάρος του Γιώργου Τσαρουχά οι Αντώναρος Πιτσάκος και Χρήστος Φωκάς, για παράβαση καθήκοντος οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής Κωνσταντίνος Μήτσου, αντιστράτηγος, Ε. Καμουτσής συνταγματάρχης, Μιχαήλ Διαμαντόπουλος αντισυνταγματάρχης, Κωνσταντίνος Δόλκας και Δημήτριος Σέττας ταγματάρχες και Τρύφων Παπατριανταφύλλου μοίραρχος. Και για διατάραξη της κοινής ησυχίας 23 άτομα, παρακρατικοί, χωροφύλακες κ.α. Το Συμβούλιο Εφετών, όπως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, σύμφωνα και με τις προτάσεις του ανακριτή (και πολύ αργότερα Προέδρου της Δημοκρατίας) Χρήστου Σαρτζετάκη και του εισαγγελέα Στυλιανού Μπούτη, είχε απορρίψει τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί από την πολιτική αγωγή εναντίον πολιτικών προσώπων (Κωνσταντίνου Καραμανλή, Κωνσταντίνου Τσάτσου, Δημήτρη Μακρή, Τρύφωνος Τριανταφυλλάκου κ.α.).
Ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας πρότεινε την ενοχή των 18 από τους 31 κατηγορούμενους (μεταξύ των οποίων τριών από τους έξι αξιωματικούς). Στην αγόρευσή του, είχε ζητήσει την ενοχή των ανώτατων αξιωματικών, λέγοντας:
Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;
Στις 28 Δεκεμβρίου, έπειτα από 12ωρη σύσκεψη των 10 ενόρκων που διήρκεσε από τις 10:45 το πρωί ως τις 10:45 τη νύχτα, ο προϊστάμενος των ενόρκων Δ. Τούσας διάβασε την απόφασή τους:
Όχι. Δεν είναι ένοχοι οι Σπ. Γκοτζαμάνης και Εμμ. Εμμανουηλίδης ότι την 22αν Μαΐου 1963 εκ προθέσεως απέκτειναν τον βουλευτήν Γρ. Λαμπράκην, επιβαίνοντες τρικύκλου, με οδηγόν τον πρώτον, το οποίον επέπεσε κατ’ αυτού και ότι δι’ αμβλέος οργάνου έπληξαν τούτον εις την κεφαλήν. Δια παμψηφίας οι ένορκοι απεφάνθησαν ότι: Όχι. Δεν είναι ένοχοι οι Εμμ. Καπελώνης και Ξεν. Γιοσμάς δι’ ηθικήν αυτουργίαν εις την προαναφερθείσαν πράξιν. Δια της νομίμου πλειοψηφίας εγένετο δεκτόν ότι: Ναι. Είναι ένοχος ο Σπ. Γκοτζαμάνης διότι εκ προθέσεως επροξένησε σωματικήν κάκωσιν δια τρικύκλου που ωδήγει ο ίδιος και επέπεσε κατά του Λαμπράκη και του επροξένησε τραύμα -ουχί δι’ αμβλέος οργάνου, αλλά δια του τρικύκλου- εις την κεφαλήν, εκδοράς εις τους πόδας και εκχυμώσεις εις τους οφθαλμούς, τον περιήγαγεν εις πλήρη αφασίαν και του προεκάλεσε σωματικήν βλάβην, η οποία επέφερε τον θάνατον. Ναι. Εσκόπει ο Γκοτζαμάνης να προκαλέση βαρείαν σωματικήν βλάβην εις τον Λαμπράκην… Όχι. Οι αξιωματικοί Κ. Μήτσου, αντιστράτηγος ε.α., Ευθ. Καμουτσής, συνταγματάρχης ε.α., Μ. Διαμαντόπουλος, αντισυνταγματάρχης ε.α., Κ. Δόλκας, αντισυνταγματάρχης ε.α., Δ. Σέττας, ταγματάρχης και Τρ. Παπατριανταφύλλου, μοίραρχος, δεν είναι ένοχοι δια παράβασιν καθήκοντος…
«Η ετυμηγορία εις ωρισμένα σημεία ομοιάζει με φως που δίδει εξηντλημένη στήλη ηλεκτρικού φακού», χαρακτήρισε την απόφαση των ενόρκων ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας.
Με βάση αυτή την ετυμηγορία των ενόρκων το δικαστήριο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές: στον Γκοτζαμάνη κάθειρξη 11 ετών, στον Εμμανουηλίδη κάθειρξη 8½ ετών, στον Χρ. Φωκά φυλάκιση 15 μηνών, στον Ξ. Γιοσμά φυλάκιση ενός έτους. Μικρότερες ποινές -για «διατάραξιν οικιακής ειρήνης»- στους Γ. Λεονάρδο, Γ. Ντόγκα, Κ. Παραπάρα, Ο. Κοντουλέα και Ν. Παπαδόπουλο.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε μακρές δηλώσεις του, στις 30 Δεκεμβρίου του 1966, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Επί τρία έτη και επτά μήνας διεσύρθη το όνομα της Ελλάδος. Και τώρα έρχεται, μάλιστα, η Ελληνική Δικαιοσύνη και αποκρούει, εις την περίπτωσιν του Λαμπράκη, τον εκ προθέσεως φόνον; Τι να είπω δια την ανίερον εκμετάλλευσιν του τραγικού τέλους ενός ατυχούς συναδέλφου (…) προς τον εθνικώς και ηθικώς απαράδεκτον σκοπόν της ενσταλάξεως εις τας αθώας ψυχάς ανίδεων Ελληνοπαίδων του δηλητηρίου του μίσους κατά του Κράτους, κατά των Σωμάτων Ασφαλείας και κατά παντός θεσμού;».
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής εκτοπίστηκαν μετά το πραξικόπημα του 1967 στην Γυάρο ενώ και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης συνελήφθη και φυλακίστηκε για μήνες. Αργότερα, το 1985, ο Σαρτζετάκης εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Μετά τη δίκη
Ως «ιστορικό ψεύδος, το μεγαλύτερο ψεύδος της νεοελληνικής ιστορίας» χαρακτήρισε χρόνια αργότερα την υπόθεση Λαμπράκη ο Κ. Καραμανλής, απαντώντας σε γραπτό ερώτημα του δημοσιογράφου Γ. Ρούσσου και προσθέτοντας:
«Το θλιβερόν δια την πολιτικήν ζωήν αυτού του τόπου είναι ότι οι αντίπαλοί μου εχρησιμοποίησαν εν πλήρει γνώσει της τερατώδους αναληθείας και του παραλογισμού των ισχυρισμών των, την υπόθεσιν αυτήν εντός και εκτός της Ελλάδος, δια να τρομοκρατήσουν το Στέμμα και να με δυσφημήσουν προσωπικά, μη αναλογιζόμενοι ότι με τον τρόπον αυτόν δυσφημούσαν την χώρα».
Σε σημείωμα που συμπεριλαμβάνεται στο αρχείο του, υπαγορευμένο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, ο Κ. Καραμανλής αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η πολιτική ευθύνη δια το έγκλημα λογικώς απεκλείετο: Πρώτον, διότι η κυβέρνησίς μου μόνον ζημία ηδύνατο να αναμένη εξ αυτού. Δεύτερον, διότι ο Λαμπράκης, ως πολιτικός παράγων, ήτο ασήμαντος, δια να μην είπω ανύπαρκτος. Και τρίτον και σπουδαιότερον, διότι μόνον οι ηλίθιοι θα ηδύναντο να οργανώσουν μιαν επισφαλή δολοφονίαν με τρίκυκλον και εν μέσω Αγοράς… Ο ανακριτής και εισαγγελεύς, οι οποίοι εχειρίζοντο την υπόθεσιν, απελάμβανον της εμπιστοσύνης της Ενώσεως Κέντρου. Και μολονότι τούτο ήταν γνωστόν εξ αρχής, απέφυγα από ευθυξίαν να τους απομακρύνω από την υπόθεσιν αυτήν. Παρά ταύτα, αμφότεροι απεφάνθησαν ότι εκ της διενεργηθείσης προσθέτου ανακρίσεως ουδεμία προέκυψε ευθύνη δια τα πολιτικά πρόσωπα. Επί τη βάσει δε των προτάσεών των εξεδόθησαν το υπ’ αριθμ. 1126/64 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και το υπ’ αριθμ. 133/65 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δια των οποίων απερρίπτοντο ομοφώνως αι κατηγορίαι. Τέλος, τον Δεκέμβριον του 1966 και μετά ακροαματικήν διαδικασίαν 66 ημερών, το Κακουργιοδικείον Θεσσαλονίκης απεφάνθη παμψηφεί ότι δεν επρόκειτο περί ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, αλλά απλώς περί θανατηφόρων τραυμάτων και ότι ουδείς ηθικός αυτουργός υπήρχε… Όταν δε και μετά την κατά τα ανωτέρω διαλεύκανσιν της θλιβεράς αυτής υποθέσεως έβλεπα να επιβιώνη και να καλλιεργήται η αρχική συκοφαντία, εσκεπτόμουν πόσον ανίσχυρος είναι η ιστορική αλήθεια μπροστά στην προκατάληψιν που δημιουργεί η πολιτική σκοπιμότης».
Είναι αλήθεια ότι στο ίδιο σημείωμά του ο Κ. Καραμανλής παραδέχεται, έμμεσα, σχέδια ακροδεξιών και ευθύνες αστυνομικών οργάνων, όταν αναφέρει:
«Κατά την διάρκειαν της ομιλίας του Λαμπράκη συνεκεντρώθησαν εις τον δρόμον εξτρεμιστικά στοιχεία της δεξιάς με πρόθεσιν να τον αποδοκιμάσουν. Φαίνεται ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν και μερικοί ωργανωμένοι, που είχαν ως σκοπόν, όχι να δολοφονήσουν, αλλά να ‘στραπατσάρουν’, όπως έλεγαν, τον Λαμπράκη και να προκαλέσουν σύγχυσιν μεταξύ των κομμουνιστών. Φαίνεται δε, επίσης, ότι ορισμένα αστυνομικά όργανα ηνέχθησαν τα σχέδια αυτά, πιστεύοντας ότι με τον τρόπον αυτόν εκπληρούν την αντικομμουνιστικήν αποστολή των».
Άλλοι παράγοντες προέβαλαν ισχυρισμούς μεγαλύτερων ευθυνών του παλατιού, της αστυνομίας και του στρατού. Ο γραμματέας των Ανακτόρων, Γερ. Τσιγάντες, έγραψε ότι μετά τα πρώτα επεισόδια στο Λονδίνο με τη βασίλισσα και την Αμπατιέλου και τις πιέσεις του Λαμπράκη, η Φρειδερίκη είχε αναφωνήσει οργισμένη: «Δεν θα με απαλλάξει κανείς απ’ αυτόν τον άνθρωπο;». Αργότερα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν έγινε πρωθυπουργός, είχε δείξει στον γιο του, τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγγραφα που ενοχοποιούσαν για τον φόνο του Λαμπράκη πρόσωπα που βρίσκονταν πολύ κοντά στο παλάτι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αφηγηθεί: «Ο στρατηγός Βαρδουλάκης, αρχηγός τότε της Χωροφυλακής, σε κάποια συζήτηση, είπε: “Κατά λάθος σκοτώθηκε ο Λαμπράκης. Είχε απλώς δοθεί η εντολή από τη βασίλισσα Φρειδερίκη να τον στραπατσάρουν…”».
Ο στρατηγός Βαρδουλάκης, ο οποίος μετέβη εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα της δολοφονίας, όταν αργότερα δέχτηκε παρατήρηση από τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιατί δεν προχώρησε σε βάθος την έρευνα για τη δολοφονία του Λαμπράκη, απάντησε: «Τι να σου κάνω, κ. πρόεδρε, που μου έκλεισε την πόρτα το Α2;».
Η υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη έχει καταγραφεί στο μυθιστορηματικό «Ζ» (από το «Ζει») του Βασίλη Βασιλικού. Το βιβλίο έγινε το 1969 ταινία Ζ από τον Κώστα Γαβρά, με τον Υβ Μοντάν στο ρόλο του Λαμπράκη, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν στο ρόλο του Σαρτζετάκη και την Ειρήνη Παππά στο ρόλο της συζύγου του Λαμπράκη.
Σχόλια υποστηρίζονται από CComment