Βίττης Φώτης: Ένα κείμενο με άρωμα παλιάς Πτολεμαΐδας
Αποκριάτικα οίνο - απαγγελτικά τραγούδια
Ανήκει στα ανίερα, αθυρόστομα «τραγούδια της Αποκριάς», ενός παγανιστικού τελετουργικού πλαισίου, εντός του οποίου λέγονταν τα τραγούδια αυτά με την αρχέγονη δύναμη και το παραδοσιακό ήθος, δεν μπορεί φυσικά να έλειπε και ο οίνος, ήτο το Άγιο - Πνεύμα, η μετουσίωσις του Διονυσιασμού στις ψυχές των ανθρώπων.
Συνήθως υπήρχε κεντρική πυρά σεβαστού μεγέθους, η πυρά έχει ασφαλώς έναν έντονο συμβολισμό.
Οι φλόγες που ανάβουν είναι το πάθος για τη ζωή, εξιτάρουν το τελετουργικό της ερωτικής πράξης, εμπνέουν το νου και δίδουν μια κοινωνική διάσταση στο δρώμενο.
Από τότε που προτάθηκε για πρώτη φορά από τον προσωκρατικό φιλόσοφο Εμπεδοκλή τον Ακραγαντίνο, η φωτιά έχει θεωρηθεί στο δυτικό κόσμο ως ένα από τα τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία.
Στη φωτογραφία "Κλαδαριά: Αποκριάτικο έθιμο της Βλάστης"
Η ιδιότητα της φωτιάς ως στοιχείο της ζωής μπορεί επίσης να βρεθεί στη φιλοσοφία και άλλων αρχαίων πολιτισμών.
Επιπρόσθετα, η φωτιά έχει μια άκρως συμβολική λειτουργία σε πολλές από τις θρησκείες του κόσμου.
Έχει διαφορετικές συμβολικές σημασίες για διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Στο λογοτεχνικ;o αυτό Λαϊκό κείμενο, υπάρχει η σάτιρα, το ερωτικό στοιχείο με σεξιστικές αναφορές, ο περιπαικτικός λόγος, οι βωμολοχίες και φυσικά ο τεράστιος επιμέρους λεκτικός πλούτος της Εθνικής Ομάδος των Βλάχων.
Είναι σκαρωμένο σε έμετρο λόγο, Ιαμβικό Δεκαπεντασύλλαβο, έχει οίνο - απαγγελτικό χαρακτήρα, συνεπικουρούμενο με το χορευτικό δρώμενο.
Ξεκίνησε κάτι ανάλογο από το σύλλογο Βλατσιωτών πριν αρκετά χρόνια και δυστυχώς δεν καρποφόρησε.
Πρέπει να είμαστε κάπου στο 2004 - 06
Παρενέβησαν οι συντηρητικοί κύκλοι του σκότους και της παρακμής εις την Πόλιν διά να τα σταματήσουν.
Όλα αυτά τα δρώμενα, από τις επιμέρους Εθνικές Ομάδες είναι Ευετηριακες εκδηλώσεις της Αποκριάς, που καλωσορίζουν τον ερχομό της άνοιξης και βοηθούν τη γονιμότητα της γης.
Για έναν που γνωρίζει τη Βλάχικη διάλεκτο, θα δυσκολευτεί λιγάκι να το περπατήσει.
Για έναν που δεν την γνωρίζει θα απογοητευτεί ενδεχομένως και θα τα παρατήσει.
Όχι επειδή είναι δυσανάγνωστο, αλλά λόγω δυσκολίας και χρόνου που απαιτείται.
Υ.Γ.
Το κείμενο είναι σπουδαίο, είναι ντοκουμέντο, είναι η πλούσια Πολιτιστική Παράδοση που κάποιοι ανερυθρίαστα προσπαθούν να την σβήσουν και φυσικά διετέλεσαν ως παπαδοπαίδια και Δήμαρχοι της Εορδαίας.
Το μήνυμα είναι στείλτε τους - σπίτι τους.
Να Ευχαριστήσω τον κύριο Φιλοποίμην Βίττη, αγαπητό φίλο και εκλεκτό Συμπολίτη μας, που αντιμετώπισε με θετικό τρόπο την αναδημοσίευση του κειμένου.
Τον κύριο Κωτίδη Νικόλαο, ίσως τον σημαντικότερο Λαογράφο της περιοχής μας (είναι και άλλα πολλά πράγματα, απλά το αναφέρω βάσει της επικαιρότητος).
Να ευχαριστήσω επίσης και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Εορδαίας.
Ο Πολιτισμός είναι Πυλώνας ισχύος, εργαλείο Δημογραφικής και οικονομικής ανάπτυξης κάθε περιοχής.
Απολαύστε το
Τσιουργιασμένις απαντοχές
Της Χάιδους ου γκαϊλές
Η Χάϊδου η Μπλατσιώτισσα, της βλαχουριάς στολίδι.
Στα νιάτα της το γλέντησε, όπως το λαχταρούσε.
Σαν πέρασαν τα χρόνια της κι ασπρίσαν τα μαλλιά της,
κατάλαβε πώς τίποτας αγέραστου δεν μένει.
Μια μέρα πήγι για νιρό και για ψιλοκουβέντα.
Στου σιουπουτουρουπήγαδου, κάτου από τη τζιούμκα[4].
Έκατσι για ξαπόσταμα σ' ένα πετροπεζούλι.
Κι όλου τηρούσι τρόιρα κι σμπόρζι[5] μουναχιά της. '
Αρώτημα την έκαμαν λεύτερις παντριμένις,
Να μάθν σαν τ' έπαθι κι 'νι σικλιτισμένη.
Κι εκείνη απουκρίθικιν μί του γκαϊλέ στου στόμα:
Ιμένα του σικλέτι μου μουλουγιμό δεν έχει,
Γιατ' είνι ντέρτι της καρδιάς κι της γκαϊλοψυχής μου.
Πούνι τα χρόνια τα παλιά μί τόσην ούμουρφάδα;
Πώς ήρθαν κι πώς έφυγαν κι πίσου δε γυρνούνι;
Λαχτάρα που την είχαμι οι μικρουπαντριμένις,
Ν' απηρασν τα νυχτόημιρα, να φτάσν τα δεκαπέντι.
Νάρθουν οι άντροι μας για άλλαγμα πέρα απού τις στρούγκις.
Καβάλα στ' ασταμάτητα τ' αλτζέδικα τα άτια,
Σαν τα λιβεντουγκέσιμα κι τους βαρβάτους τράγους.
Πόχουν τη ζιάρη στου κουρμί, τη φλόγα μεσ' στου μάτι.
Στη μια μιριά ψητό σφαχτό, κλιμένου διαλιγμένου.
Κι σν' άλλη κουτσακουκόδιτου ένα βαρύ κουζίνι[6].
Μι βουτυροξυνόγαλου, πυχτό σαν την κουλάστρα[7].
Τους λούζαμι, τους πλέναμι, τους βγάζαμι τη λέρα,
τους δίναμι κι τα σκουτιά πλυμένα, στιμνουμένα.
Πάηναν στού Νάσιου καφιτζή μπαρμπέρζαν κι τα γένια
κι ξαναγίνονταν γαμπροί κι παστρικοί λιβέντις.
Σαν τρώγαμι κι πίναμι, πέφταμι στού γιατάκι,
στρουμένον μί σαΐσματα κι τη βαρειά τη ντόκα.
Κι τότι, πώς να σας του πω, πώς να του μουλουήσου;
Αυτό του έρμου πάλιμα μι χέρια κι μι πόδια.
Έφιρνι γλύκις κι χαρές, ανάμματα, λαχτάρις,
βαριά αναστινάγματα, κουνήματα κι νάζια.
Μι αρμιχτάρη τρίψιμου κι σφίξιμου στειράρη.
Κάναμι πώς δε θέλουμι, τάχα ντρουπή πως ήταν.
Ούτι κι λάμπα είχαμι, ούτι κι ξονγκουκέρι,
να φαίνιτι του πάλιμα κι τα καμώματά μας.
Δεν είχαμι ούτι βρακί στουν ουπισνό βαλμένου.
Για να μας δίνει άμπουδου, να μας χασουμιράει.
Του λέει κι του τραγούδι μας, του λέει κι του φουνάζει:
«Δε μεταχαειδεί, δε ματάχα είδει, Βλάχα μί βρακί».
Απού τη χλιάρα την τρανή έσταζι του ασπράδι,
σαν κρέμα, σαν αφρόγαλου, σαν κουζινιού στριγλιάτα.
Κι δεν πιρνουσι ιννιάμηνου, δεν πρόφτηνι κλείσει,
γιννούσαμι έναν παίδαρου, μί κόκκινα τσαρούχια.
Αχ, κι να ξαναέρχουνταν πίσου αυτά τα χρόνια!
Ν' άνοιγι η κουταρόπουρτα, να σέβει ού τράγους μέσα!
Αυτός ού βαρβατότραγος, τ' άβάσταχτου γκισέμι.
Μί τα τρανά τα κέρατα κι τα διπλά κουδούνια.
Μέσ' στου κουτάρι του ζιστό, του πλεχτουγκιουρντανάτου.
Ν' άφρίζει, να στριμώχνιτι κι να γλυκουκουνιέτι.
να φλογανάβει του κουρμί, να σφίγκουντι τα χέρια,
κι τ' άναμμένα χείλια μας ξεδιψασμό να μ' έχουν.
Βρίσκαμι τουν Παράδεισου μί όλους τους αγγέλους.
Τότι μέσα στις ξάπλις μας κι μέσ' στις αγκαλιές μας.
Ου αρμιχτάρης να ρουφάει στηθόκουρφα φλουγάτα,
κι ου στειράρης[8] του τραί να βάνει στου μαντρί μας.
Κι ακόμα, σαν του θέλαμι κι του κουρμί ζητουσι,
άρπάχναμι κι σφίγκαμι άπλητους μπατζαραίους,
χώναμι του σφουρλέτσικού[9] τους στου ανοιχτό καδί μας.
Ψίχα-ψίχα βαραίναμι κι αγλήγουρα σί λίγου,
ως που να βγει του βούτυρου, αφρόκρεμα κι ντάλα.
να τρώμι κι να πίνουμι κι να καλουγλιντούμι.
Κι αν ου σφουρλέτσικους κόλλαγε, τουν σπρώχναμι πιο μέσα.
θέλει ου κάδους χτύπημα, ζητάει στρουφές κι γύρους.
Αλλιώς αγουρουκόβιτι κι βούτυρου δεν βγαίνει.
Τρανό του κρίμα να χαθεί του νόστιμου καϊμάκι.
Αυτόν του λόγου θα σας πώ, δεν έχου άλλουν καέναν:
Του δώρου που ου Πανάγαθος εχάρισε στουν κόσμου,
να μην του χαραμήσιτι, να μην του στερηθείτε.
Μέρα κι νύχτα τρώτι του όπου κι να του βρήτι.
Πότι μέσα στου σπίτι σας, πότι σί ξένου αμπέλι.
Εκεί στα κλιματόφυλλα, στου μαλακό του χώμα.
Αν λάχει κι προυτουμαγιά, της άνοιξης μια μέρα,
πιάστι κι του μαγιόξυλου, σφίξτι τουν μί λαχτάρα,
να βρήτι του ξιλάφρουμα σαν Πασκαλιάς ημέρα.
[1] Τσουργιασμένις -> ….. πονηρές. Φαλλικές.
[2] Απαντοχή -> αυτό που περιμένουμε
[3] Γκαϊλές-> ο, ουσ. [<τουρκ. gaile].: α) το ζόρι, η αγωνία, η στενοχώρια, ο καημός, το βάσανο. β) ο ερωτικός καημός
[4] τζιούμκα (η)-> λόφος της Βλάστης. (στην Καστοριά λένε το καρούμπαλο).
[5] Σμπόρζι -> χτυπούσε το κεφάλι της.. Αναρωτιώταν
[6] Κουζίνι -> ασκί από δέρμα. Τουλούμι (Τουρκικά Tulum)
[7] Κουλάστρα : το πρώτο γάλα των προβάτων. Πρωτόγαλα.
[8] Στειράρης -> αυτός που βοσκάει τα στείρα (που δεν έχουν γεννήσει ακόμη)
[9] Σφουρλέτσικος -> αρρωστιάρης, άχρηστος. (εδώ περιπαιχτικά)
[1] Τσουργιασμένις -> ….. πονηρές. Φαλλικές.
[2] Απαντοχή -> αυτό που περιμένουμε
[3] Γκαϊλές-> ο, ουσ. [<τουρκ. gaile].: α) το ζόρι, η αγωνία, η στενοχώρια, ο καημός, το βάσανο. β) ο ερωτικός καημός
Ιστορεί ο Πολιτίδης Χρήστος
Σχόλια υποστηρίζονται από CComment