Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, τα κούτσουρα στο τζάκι έπρεπε να «σταυρώνονται» με φύλλα ροδαφινιάς (δαφνοκερασιάς).
Το σταύρωμαν σε ορισμένες περιοχές το έκαναν και ρίχνοντας κρασί με σταυρωτό τρόπο πάνω στη φωτιά, είτε τοποθετώντας σταυρωτά τα ίδια τα ξύλα, είτε κάνοντας με το χέρι το σημείο του σταυρού στο τζάκι. Σε άλλα ποντιακά χωριά σταύρωναν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών με κερί.
Το πιο σημαντικό, όμως, έθιμο της παραμονής των Θεοφανίων ήταν το μνημοκέρε. Σε ένα ταψί με σιτάρι ο αρχηγός του σπιτιού άναβε τόσα κεριά όσα οι νεκροί της οικογένειας, αλλά και ένα κερί για τους «ξένους», εκείνους που δεν είχαν κανέναν να τους μνημονεύσει.
Το κερί αυτό το «απαιτούσαν» οι νεκροί, σύμφωνα με το γνωστό στιχούργημα:
Τα Φώτα θέλω το κερί μ’
και των ψυχών κοκκία
και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν
έναν μαντίλιν δάκρα.
Οι θημιστάντ’
Σε πολλά μέρη του Πόντου ομάδες νέων και εφήβων γυρνούσαν τα σπίτια την παραμονή, συνήθως έχοντας επικεφαλής τον έφορο του σχολείου, κι «εθήμιζαν» (έλεγαν τα κάλαντα, φήμιζαν).
Επίσης, οι θημιστάντ’ έψελναν και θρησκευτικούς ύμνους.
Τα κάλαντα που συνήθιζαν ήταν τα βυζαντινά (με αλφαβητική ακροστιχίδα):
Από της ερήμου ο Πρόδρομος
ήλθε να βαπτίσει τον Κύριον.
Βέβαιον βασιλέα εβάπτισε,
εις τον Ιορδάνην τον ποταμόν.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε
τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Σχόλια υποστηρίζονται από CComment