Αρχίζει να καθαρίζει το «τοπίο» αναφορικά με τη μία από τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για την ενίσχυση της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής, ώστε η συμμετοχή του εγχώριου ορυκτού καυσίμου να ενισχυθεί στα επίπεδα του 20% και η παραγωγή του να διπλασιαστεί στις 10 Τεραβατώρες, με σκοπό να θωρακισθεί έτι περαιτέρω η ενεργειακή ασφάλεια.
Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει αποστείλει στις Βρυξέλλες το αίτημα για κατάργηση της λύσης που προκρίθηκε για το antitrust, δηλαδή για την πρόωρη απόσυρση της παραχώρησης λιγνιτικών «πακέτων» από τη ΔΕΗ μέσω του χρηματιστηρίου (ΕΕΧ ή EnEx), με αποδέκτες προμηθευτές ηλεκτρισμού και trader.
To remedy για το antitrust κρίθηκε ασύμβατο με τη δρομολογημένη αύξηση της συμμετοχής του λιγνίτη στο μίγμα, κατά πρώτον επειδή η ενίσχυση της λειτουργίας του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου δεν υπαγορεύεται από επιχειρηματικούς λόγους, αλλά αποφασίστηκε με σκοπό να αποτελέσει «ασπίδα» για το εγχώριο ενεργειακό σύστημα. Μάλιστα, η αύξηση των μεγαβατώρων από λιγνίτη δεν θα συμβάλει και στην ανάλογη αύξηση της κερδοφορίας της ΔΕΗ (παρά τις υψηλές χονδρεμπορικές τιμές), καθώς οι αποζημιώσεις των σταθμών υπόκεινται σε πλαφόν, με συνέπεια να ανακτώνται «στην πηγή» τα υπερέσοδα.
Όφελος και για το εμπορικό ισοζύγιο
Την ίδια στιγμή, η συνέχιση εφαρμογής του μηχανισμού για το antitrust θα σήμαινε πως όσο περισσότερες είναι οι λιγνιτικές κιλοβατώρες που θα εισφέρονταν στο σύστημα, τόσο μεγαλύτερα θα είναι και τα «πακέτα» που πρέπει να παραχωρήσει στην πορεία η ΔΕΗ. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, όταν σχεδιάστηκε το remedy, ο μόνος λόγος για μια ενδεχόμενη ολική επαναφορά του εγχώριου ορυκτού καυσίμου θα ήταν να υπάρξει αλλαγή στη στρατηγική της ΔΕΗ για σταδιακή απολιγνιτοποίηση. Στα νέα δεδομένα ωστόσο που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση, η εφαρμογή του μηχανισμού του remedy θα σήμαινε αυξημένα «πέναλτι» στην επιχείρηση, όταν η ολική επαναφορά γίνεται πλέον με εντελώς διαφορετική στόχευση.
Πέρα από τη θωράκιση της ενεργειακής επάρκειας, στη στόχευση αυτή περιλαμβάνεται και η «θωράκιση» των εγχώριων χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, από επόμενες εκτινάξεις του κόστους του αερίου. Παράλληλα, η ενισχυμένη συμμετοχή του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου αναμένεται να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου για μείωση κατά 15% της κατανάλωσης αερίου, που έχει αναλάβει η χώρα μας (όπως και όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.), σε εθελοντική βάση σε πρώτη φάση.
Επίσης, οι «υψηλές πτήσεις» των τιμών του φυσικού αερίου «μεταφράζονται» και σε αυξημένα ποσά για εισαγωγές καυσίμου. Επομένως, η διεύρυνση της συμμετοχής του λιγνίτη θα έχει όφελος και για το εμπορικό ισοζύγιο.
Με δεδομένη την προτεραιότητα που έχει αποκτήσει στην Ε.Ε. ο περιορισμός της ζήτησης σε φυσικό αέριο, στελέχη της αγοράς θεωρούν πως θα ήταν έκπληξη να μην εγκριθεί το ελληνικό αίτημα για κατάργηση του remedy. Όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά, την ώρα που οι Βρυξέλλες προτρέπουν τα κράτη-μέλη να επιστρατεύσουν όλες τις διαθέσιμες λύσεις για να περιορίσουν τη συμμετοχή του αερίου στο μίγμα τους, θα ήταν παράδοξο να απορριφθεί το ελληνικό αίτημα, καθώς αυτό θα σήμαινε πως η χώρα μας θα «τιμωρείται» επειδή ακολουθεί τις ευρωπαϊκές επιταγές.
Απαραίτητη και η προτεραιότητα ένταξης
Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της συμφωνίας με την DG Comp, η ΔΕΗ διαθέτει «πακέτα» λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής, τριμηνιαίας διάρκειας, ποσοτήτων που αντιστοιχούν σε ένα μερίδιο της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους. Έτσι, μέχρι και για το τρίτο τρίμηνο του 2022 έχει παραχωρηθεί το 50% της λιγνιτικής παραγωγής της ανάλογης περιόδου του προηγούμενου έτους, ενώ για τη συνέχεια προβλέπεται η διάθεση του 40% της παραγωγής της προηγούμενης χρονιάς.
Οι ίδιες πηγές της αγοράς, πάντως, επισημαίνουν ότι είναι κρίσιμο και το timing για το πότε θα δώσει η Κομισιόν το «πράσινο φως», με δεδομένο ότι η κατάργηση του μηχανισμού του antitrust αποτελεί προϋπόθεση για τη διεύρυνση της συμμετοχής του λιγνίτη. Επομένως, καθώς οι θερμοκρασίες έχουν ήδη αρχίσει να μειώνονται, και να αυξάνεται η κατανάλωση ρεύματος, θα πρέπει η εκκρεμότητα αυτή να διευθετηθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα, ώστε να αυξηθεί η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή.
Όπως προσθέτουν, με την ίδια λογική είναι σημαντικό να διευθετηθεί και η δεύτερη εκκρεμότητα, δηλαδή να επισφραγισθεί η προτεραιότητα ένταξης των λιγνιτικών μονάδων στο σύστημα. Κι αυτό γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να διασφαλισθεί η ένταξη στον απαιτούμενο βαθμό των μονάδων στο σύστημα, οι οποίες δεν διαθέτουν την ευελιξία των σταθμών αερίου, ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να αυξομειώνουν την ισχύ τους. Όπως έχει γράψει το energypress, η λύση που έχει ήδη προκριθεί είναι η αύξηση των τεχνικών ελάχιστων των λιγνιτικών μονάδων στο 80% της ονομαστικής τους ισχύος, από το 50% που είναι τώρα.
Αξίζει να σημειωθεί πως η εξόρυξη λιγνίτη έχει εντατικοποιηθεί, με συνέπεια να έχει ολοκληρώσει η αποθεματοποίηση λιγνίτη και οι «αυλές» των μονάδων να είναι πλέον γεμάτες με καύσιμο. Μάλιστα, εκτιμάται πως η εξόρυξη από τα ορυχεία της ΔΕΗ επαρκεί ώστε η ηλεκτροπαραγωγή να φτάσει στα επίπεδα των 9,5 Τεραβατώρων, αν χρειαστεί, ακόμη και στο ακραίο ενδεχόμενο που δεν «πάρουν εμπρός» τα λιγνιτωρυχεία της Αχλάδας και της Βεύης.
Σχόλια υποστηρίζονται από CComment