ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΓΡΑΨΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΤΕΧΝΗ ΠΕΝΑ ΤΟΥ Ο ΠΑΛΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΙΩΤΗΣ ΦΩΤΗΣ ΒΙΤΤΗΣ ΤΟ 1986
20-01-2023
Ν.Χ.Κ.
Ιστορικές αναδιφήσεις:
Σκηνές από τα προσφυγικά δράματα
του Φώτη Σ. Βίττη
Υπάρχουν κάτι στροβιλικοί χείμαρροι, που πότε-πότε τους ξυπνούν οι καταιγίδες της ιστορίας και της παράδοσης. Και τότε για να επιζήσει κάποιος απ’ τις πληγές, που γέννησαν τους πόνους του, την οργή του. το μίσος γύρω του. τη φτώχεια. την αρρώστια, θα πρέπει να ψάξει να βρει τη σωστή όσο γίνεται απάντηση στο φλογερό ερώτημα, που ξεπετάγεται από οργισμένα λαρύγγια...
Για το τι και ποιος φταίει σε όλα!...
Αδιάφοροι κάπως εμείς τότε. καλό είναι να χωθούμε αθέατοι μέσα στα παρασκήνια, για να δούμε τα σκοινιά που στηρίζουν τα πάνινα κάστρα, να πιάσουμε στα χέρια μας τα ξύλινα σπαθιά, να δούμε τον υποβολέα που προλέγει ψιθυριστά αυτά που με τόσο λέγονται πάνω στη σκηνή στόμφο. Και τότε ίσως θα καταλάβουμε τις ρίζες της πανούκλας, που έφαγε, τρώει και θα τρώει καθημερινά σε όλες τις εποχές, σ' όλη τη γη τα δροσόλουστα της •Άνοιξης φύλλα, τα νιάτα μας.
Τα νιάτα. που θα πρέπει να τα μαθαίνουμε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, που με διάφορα τερτίπια τους την κρύβουν «καλυμμένη με λογής - λογής πολιτίστικες και κομματικές σκοπιμότητες, οι διάφοροι καιροσκόποι αρνητές και ευκαιριολόγοι. Ας κλείσουμε αυτιά και μάτια σ' αυτούς ράθυμους εκμεταλλευτές κι ας μελετούμε και παρουσιάζουμε τα γεγονότα με την πιο αντικειμενική τους υφή...
Τούτες τις τελευταίες ημέρες βρέθηκα σε ένα Καφενείο. όπου συχνάζουν, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, ποντιακής προέλευσης πελάτες. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι μαζί με τον συνταξιούχο εργολάβο οικοδομών Νίκο Κούση και τον επίσης ξενοδόχο συνταξιούχο Χρυσό Ζάμπρα. Και ενώ συζητούσαμε πολλά και διάφορα «περί ανέμων και υδάτων», η κουβέντα γύρισε στις προσφυγικές περιπέτειες και δράματα κατά τη μεγάλη εκείνη Μικρασιατική καταστροφή του Αυγούστου 1922.
Περισσότερο όμως μας απασχόλησε το απερίγραπτο εκείνο δράμα των Ποντίων Προσφύγων που είχαν κατασταλάξει κι εδώ στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα) το καλοκαίρι του 1923. Για το ίδιο ακριβώς θέμα είχα κάποιες πληροφορίες από το μακαρίτη Αντώνη Κούση, πατέρα της παιδιάτρου Αφροδίτης Κούση, που ήταν την εποχή εκείνη, όπως και ο Νίκος Κούσης, δεκαεφτάχρονα παιδιά. Όλοι οι Πόντιοι, που είχαν έρθει νωρίτερα στην Πτολεμαΐδα, είχαν κάπως στα μέτρα του δυνατού αποκατασταθεί και δε βρίσκονταν πεταμένοι στους δρόμος.
Όμως τώρα καθημερινά και κατά την διάρκεια όλου του μήνα Ιουνίου της χρονιάς εκείνης, μπουλούκια-μπουλούκια κουβαλούσαν τα μισθωμένα βοϊδόκαρα από την ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων) οικογένειες προσφυγοποντίων με ένα μονάχα. τις περισσότερες φορές. ρουχόμπογο στα χέρια και ένα κύπελο για λίγο γάλα ή τσάι και πετιούνταν όπως - όπως δυτικότερα από το δρόμο, εκεί ακριβώς που βρίσκεται η σημερινή μας αγορά. Ήταν ο γνωστός «Μεράς», που χώριζε τότε τα Κάτω από τα Άνω Καίλάρια (Πτολεμαΐδα).
Χρησίμευε για αλωνότοπος και βοσκότοπος βοδιών και αλόγων. Τα πρόβατα έβοσκαν στη θέση «Κουρί», όπου σήμερα χτίζονται ή και λειτουργούν το Μποδοσάκειο Νοσοκομείο, ο Οίκος Ευγηρίας, το τεράστιο Ξενοδοχείο και Κέντρο «Πτολεμαίος και τα «Πρότυπα Εκπαιδευτήρια» Κώστα Μαυρομάτη.
Τους Πόντιους αυτούς Πρόσφυγες τους είχαν φέρει με δύο βαπόρια. με δυο χιλιάδες ψυχές το καθένα, στην Κωνσταντινούπολη. Το ένα ξεφορτώθηκε στη νήσο Πρίγκιπο, το άλλο σε μια απόμερη και αφιλόξενη γωνιά.
Είχε μάλιστα τεθεί σε προφυλακτική καραντίνα. Οι του πρώτου βαποριού επιβάτες. χάρη στη συνδρομή των Πατριαρχείων μας, είχαν εγκατασταθεί σε δωμάτια κάποιου εκεί κοντά Μοναστηριού, όπου λειτούργησε και Νοσοκομείο. Έτσι όταν έφυγαν προστατευμένοι και θεραπευμένοι από την Πόλη για την πατρίδα Ελλάδα, είχαν ελάχιστες. σχεδόν φυσιολογικές, απώλειες.
Οι του δεύτερου όμως βαποριού, από τις στερήσεις και την τέλεια εγκατάλειψη, χάσαν το εβδομήντα στα εκατό τους. Κι όλοι αυτοί άταφοι κι αθρήνητοι ρίχνονταν στη θάλασσα.
Κι ήταν αυτοί οι κοσμοξάκουστοι Ακρίτες Πόντιοι, πoυ περισσότερο, εκεί ψηλά στ' απρόσβλητα κι απάτητα κορφοβούνια «Παρχάρια», παίρναν απ' τα λουλούδια άρωμα κι από τον ήλιο ελπίδα. Γι’ αυτό και πλάθαν τους πιο ζηλευτούς κι αληθινόφωνους εκείνους θρύλους. Κι ακόμα μέσα στων πολέμων τα γιουρούσια πλάθαν ηρωισμού και λεβεντιάς δαφνοστέφανα...
Ποια όμως βάσκανη μοίρα τους κυνήγησε, ποιο φθονερό τους ζήλεψε μάτι και τώρα είχαν καταντήσει σωστά ναυάγια σε μια της Πόλης άξενη καραντίνα.
Και μέσα στης μαύρης κι άραχνης απελπισιάς την ώρα, θα πρέπει να φερναν στη θύμησή τους τα παμπάλαια εκείνα « Έπη», που μπορεί να δοξολογούν τους πολέμους και τους αυταπαρνητικούς ηρωισμούς. μα και με αποτροπιασμό καταδικάζουν τους άδικους και αδικαιολόγητους εκείνους διωγμούς, τις ανελέητες σφαγές και κακοποιήσεις αδύναμων και απροστάτευτων ακόμα γυναικόπαιδων, όπως παρουσιάζονται στην Ιλιάδα: « Άσογος;, άσπιτος, νηστικός και διωγμένος από Πατρίδα, Φυλή και Φίλους».
Όταν και ο μαζί τους μεγάλος εκείνος πολιτικός, οραματιστής, συγγραφέας και πραγματικά παθιασμένος πατριώτης Λεωνίδας Ιασονίδης, είχε δει και ζήσει το μεγάλο αυτό δράμα. είχε αναφωνήσει το τόσο χαρακτηριστικό και ζωντανό εκείνο: «0 Πόντος εποντίσθη, αλλά δεν κατεποντίσθη...» Κάποτε τα τραγικά αυτά απομεινάρια φορτώθηκαν σε κάποιο μεγαλοκάραβο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Απ' εκεί τους περισσότερους τους στρίμωξαν σε κάτι φορτηγά βαγόνια των σιδηροδρόμων (ΟΣΕ) «Ίπποι 20, άνθρωποι 60» και τους ξεφόρτωσαν στο σιδηροδρομικό Σταθμό Σόροβιτς (Αμυνταίου). Κι απ’ εκεί. όπως προαναφέρθηκε, στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα).
Εκεί κατά δεκάδες πέθαιναν καθημερινά. Μεταξύ των συνοδών τους συγκαταλέγονταν και ο υπέροχος εκείνος λεβεντόπαπας Παπαβασίλης Παναγιωτίδης. Προσπαθούσε να πει στον καθένα από έναν καλό παρηγορητικό και ενθαρρυντικό λόγο και στους νεκρούς λίγα επικήδεια - επιμνημόσυνα τροπάρια, αφού διαπιστώνονταν ο θάνατος από τον νεαρό τότε Μικρασιάτη γιατρό Στέλιο Θεολογίδη, που προλάβαινε να κάνει μονάχα την ερώτηση. για το πόσοι ήταν οι νεκροί και υπόγραφε και την ομαδική ληξιαρχική πράξη θανάτου. Η οικογένεια του Θεολογίδη ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη.
Η Πόντια γυναίκα του και εκλεχτή μου φίλη κ. Στεργία περνάει εκεί τα γηρατειά της. αφού αρκετά πρόσφερε κι αυτή στη Μέριμνα Ποντίων Κυριών, την οποία εκπροσωπεί σήμερα και η τόσο αγαπητή μου Μαίρη Στεργιάδη - Συμεωνίδη.
Όσους από τους ετοιμοθάνατους προλάβαιναν τους στέλναν στο Νοσοκομείο, ιδιοκτησίας του γνωστού φιλέλληνα Οζείρ Μπέη (ιδιοκτησίας σήμερα της Παιδικής Μέριμνας). Οι περισσότεροι βέβαια πέθαιναν προτού μπουν στο νοσοκομείο.
Γι' αυτό φορτώνονταν στο κάρρο ενός μεγαλόσωμου τουρκοκόνιαρου, όπως συμπλήρωσε ο συνομιλητής μας Χρυσός Ζάμπρας. και μεταφέρονταν στα νεκροταφεία για ομαδικό τάφο. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και στα χρόνια της μαύρης κατοχής. που οι Γερμανικές Στρατιωτικές Αρχές ντουφέκιζαν, εκτελούσαν ή απαγχόνιζαν αθώους πολίτες και φορτώνονταν κι αυτοί σωρηδόν στο κάρρο του μακαρίτη Νικόλα Καραγιάννη.•Όταν εκείνο το κάρρο με τα πτώματα περνούσε από το σημείο, που είναι κτισμένη η σημερινή γέφυρα Κυδώνα, που τότε δεν υπήρχε, κι όπως ανεβοκατέβαινε το κάρρο στην απότομη λακκούβα, τα πτώματα πέφταν κάτω.
Κι ο τουρκοκόνιαρος αναγκάζονταν να τα ξαναφορτώσει, σαν να ήταν νεροτούλουμα .•
Κάποτε πήρε φωτιά και - κάηκε μια πτέρυγα του παραπάνω νοσοκομείου. Αρκετοί από τους άρρωστους προσφυγοπόντιους έγιναν κάρβουνα... Τέτοια φριχτή κι απερίγραπτη τραγικότητα παρουσιάζονταν τότε.
Στο μεταξύ με την ανταλλαγή τον επόμενο χρόνο 1924 και των τουρκοκονιάρων, που φύγαν για την Τουρκία, τα πράγματα κάπως τακτοποιηθήκαν ...•Όπως μου διηγούνταν και ο αξέχαστος φίλος μου Ανανίας Νικολαΐδης . που πολύ είχε βοηθήσει κι αυτός, στην περίπτωση αυτή. όπως και σε τόσες και τόσες άλλες, οι παραπάνω προσφυγοπόντιοι όχι μονάχα σώθηκαν από το μεγάλο εκείνο θανατικό, όχι μονάχα αποκαταστάθηκαν και δεν περνούσαν άσχημα. μα αρκετοί απόκτησαν και κάποιες από τις πιο επίζηλες διοικητικές και οικονομικές θέσεις.
Παραθέτονται όλ’ αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή ιστορική ακρίβεια και για τους παλιούς, μα περισσότερο για τη σύγχρονη νεολαία μας. Τη νεολαία, που επηρεασμένη από την υπερκαταναλωτική μας κοινωνία, τα θεωρεί όλ’ αυτά δυστυχώς σαν παραμύθια... Θα πρέπει όμως να αναλογίζεται με καθάρια σκέψη τους αγώνες, τις στερήσεις και τα πιο ανυπέρβλητα δεινοπαθήματα των προγόνων της, για να φτάσουν στο τόσο επίζηλο σημερινό σημείο...
Πτολεμαϊδα - Μάιος 1986.
Από το αρχείο του Νικολάου Χρ. Κωτίδη